τοιχογραφικός

τοιχογραφικός
η , ό[ν] фресковый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τοιχογραφικός" в других словарях:

  • τοιχογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοιχογραφία 2. αυτός που γίνεται με τοιχογράφηση («τοιχογραφική διακόσμηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • τοιχογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την τοιχογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελασσόνα — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 300 μ., 7.233 κάτ.) του νομού Λαρίσης, έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Ε. βρίσκεται χτισμένη αμφιθεατρικά στους δυτικούς πρόποδες του Κάτω Ολύμπου, σε στρατηγική θέση των περασμάτων από Θεσσαλία προς Μακεδονία. Η Ε. είναι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»